- στίλβω
- ΝΑεκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ.γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.)αρχ.1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.)2. μτφ. είμαι αστραφτερός, ωραίος («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῡδ' ὅ, τι τοῡτο στίλβει κατὰ γῆν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. στίλδω και με σημ. «αστραφτερός, λαμπερός» χρησιμοποιείται το επίθ. στιλπ-νός (πρβλ. τερπ-νός). Η εναλλαγή ηχηρού συμφώνου -β- και άηχου -π- στα στίλβω και στιλπνός, αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα τής οικογένειας αυτής τών λ.].
Dictionary of Greek. 2013.